- τηλέφατος
- τηλέφατος , v. τηλέφαντος.]
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τηλέφατος — ον Α βλ. τηλέφαντος … Dictionary of Greek
τηλέφαντος — και τηλέφατος και τηλεσίφαντος, ον, Α ο τηλεφανής*, αυτός που φαίνεται από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + φαντος / φατος (< φαίνω), πρβλ. νυκτί φαντος, ὑπέρ φατος. Ο τ. τηλεσί φαντος αναλογικά προς τα σύνθ. με α΄ συνθετικό σε σι (πρβλ.… … Dictionary of Greek